- αλληθωρίζω
- αλληθωρίζω και αλληθωριάζω και αλληθωρώ -ισα, είμαι αλλήθωρος: Το παιδί αλληθωρίζει και πρέπει να το πάμε στο γιατρό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλληθωρίζω — αλληθωρίζω, αλληθώρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλληθωρίζω — (και μτφ.) είμαι αλλήθωρος, βλέπω λοξά, στραβίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλήθωρος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλληθώρισμα, αλληθωρισμός] … Dictionary of Greek
αλληθωριάζω — αλληθωρίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλήθωρος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλληθώριασμα] … Dictionary of Greek
αλλήθωρος — η, ο (Μ ἀλλήθωρος) αυτός που βλέπει όχι ευθύγραμμα αλλά λοξά, αυτός που έχει στραβισμό, στραβόθωρος, γκαβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. άλλη θωριά. Κατ άλλη άποψη ο τ. αλλήθωρος < αλλόθωρος (< άλλος + θωρώ), κατ’ απόδοση τού αρχ. επιθ. ἑτερ όφθαλμος … Dictionary of Greek
αλληθωρισμός — ο [αλληθωρίζω] το αλληθώρισμα* … Dictionary of Greek
αλληθωρώ — ( έω) [αλλήθωρος] αλληθωρίζω* … Dictionary of Greek
αλληθώρισμα — το [αλληθωρίζω] 1. στραβισμός, το να είναι κανείς αλλήθωρος 2. το βλέμμα τού αλλήθωρου … Dictionary of Greek
αλλοίθωρος — αλλοιθωρίζω κ.λπ. βλέπε ορθότερα αλλήθωρος, αλληθωρίζω κ.λπ … Dictionary of Greek
διαστρέφω — (AM διαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς διάφορες κατευθύνσεις. 2. αλλοιώνω, παραμορφώνω, διαστρεβλώνω 3. (με ηθική έννοια) διαφθείρω, καταστρέφω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) διαστρεμμένος και διεστραμμένος (για ανθρ.) διεφθαρμένος ή ανώμαλος … Dictionary of Greek
ιλλαίνω — ἰλλαίνω (Α) αλληθωρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός «αλλήθωρος» + κατάλ. αίνω (πρβλ. θερμ αίνω, λευκ αίνω)] … Dictionary of Greek